- ὑποφθάσας
- ὑποφθά̱σᾱς , ὑποφθάνωhaste beforeaor part act fem acc pl (attic epic ionic)ὑποφθάσᾱς , ὑποφθάνωhaste beforeaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποφθάνω — Α [φθάνω] 1. προφθάνω, προλαβαίνω 2. προηγούμαι κάποιου («ὑποφθάσας τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.) … Dictionary of Greek